- ἀναπόκριτος
- ἀναπόκριτοςunansweredmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναπόκριτος — η, ο (Α ἀναπόκριτος, ον) 1. αυτός που δεν πήρε απάντηση, ο αναπάντητος 2. αυτός που δεν απάντησε … Dictionary of Greek
ἀναποκρίτως — ἀναπόκριτος unanswered adverbial ἀναπόκριτος unanswered masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπόκριτον — ἀναπόκριτος unanswered masc/fem acc sg ἀναπόκριτος unanswered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναποκρίτους — ἀναπόκριτος unanswered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπόκριτοι — ἀναπόκριτος unanswered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)